- τοιούτους
- τοιοῦτοςsuch as thismasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Sarakatsani — (Σαρακατσάνοι) Karakachani (Каракачани) Sarakatsani children in Kotel, Bulgaria. Total population unknown Regions with significant populatio … Wikipedia
АЛЬБИН — АЛЬБИН (Ἀλβῖνος) (сер. 2 в. н. э.), греческий философ платоник, ученик Гая. Гален (De libr. pr. 9, 16, 14 15 Kühn) пишет, что переехал в Смирну (ок. 150) ради лекций врача Пелопса и платоника Альбина. А. пользовался авторитетом и в позднейшей … Античная философия
OAXAS vel OAXES — urbs Cretae, unde Ὀαξὶς γῆ, et Poetice Οἰαξὶς Apollonio. Οὕς ποτέ νύμφη Ἀτχίαλα Δικταῖον ἀνὰ σπέος ἀμφοτέτῃσι Δραξαμένη γαίην Οἰαξίδος ἐβλάςτησε. In loco praerupto, unde nomen. Steph. Τινὲς δὲ διὰ τὸ κατάκρημνον εἶναι τόπον, καλοῦσι γὰρ τοιούτους … Hofmann J. Lexicon universale
εναλλάξ — (AM ἐναλλάξ) επίρρ. κατά διαδοχική επανάληψη, εκ περιτροπής, μια ο ένας και μια ο άλλος («τοὺς δὲ τοιούτους ἐναλλὰξ τοτὲ μὲν χεῑρον, τοτὲ δὲ βέλτιον πράξειν», Ισοκρ.) νεοελλ. (γεωμ.) «εναλλὰξ γωνίες» αυτές που σχηματίζονται και από τη μία και από … Dictionary of Greek
κραυγή — η (AM κραυγή) 1. έναρθρη ή, συνηθέστερα, άναρθρη δυνατή φωνή (α. «μόλις άκουσε τις κραυγές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει» β. «καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῆ τε καὶ ὀλολυγῆ χρωμένων», Θουκ. γ. «ζητεῑν τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους… … Dictionary of Greek
συνεπαινώ — έω, Α [ἐπαινῶ] 1. επιδοκιμάζω μαζί, συγκατανεύω («συνεπαινεσάντων δὲ πάντων καὶ οὐδενὸς εἰπόντος ἐναντίον οὐδὲν», Δημοσθ.) 2. επαινώ, εγκωμιάζω κάποιον από κοινού με άλλον («ὑμᾱς δὲ πρέπει ξυνεπαινεῑν τε καὶ κοσμεῑν τοιούτους ἄνδρας», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
υποβλίττω — Α 1. αφαιρώ κρυφά μέλι, κλέβω μέλι από την κυψέλη 2. μτφ. απομυζώ από κάποιον χρήματα («τοὺς τοιούτους ὑποβλίττουσιν οἱ συκοφάνται», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βλίττω «αφαιρώ, τρώγω το μέλι» … Dictionary of Greek
υποτάσσω — ὑποτάσσω, ΝΜΑ, και υποτάζω Ν, και αττ. τ. υποτάττω Α [τάσσω / τάζω] 1. θέτω κάποιον ή κάτι κάτω από την εξουσία ή την επίδραση, τη δική μου ή κάποιου άλλου, καθυποτάσσω, υποδουλώνω (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος υπέταξε το περσικό κράτος» β. «πάντα… … Dictionary of Greek
Καρατάσος — Επώνυμο οικογένειας κλεφταρματολών από την κεντρική Μακεδονία, που διακρίθηκαν στην Επανάσταση του 1821. 1. Αθανάσιος (19ος αι.). Γιος του Τάσου (βλ. 2.). Αιχμαλωτίστηκε στην πολιορκία της Νάουσας και μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου βασανίστηκε … Dictionary of Greek
Περδικάρης, Μιχαήλ — (Κοζάνη 1766 Μοναστήρι, Μακεδονία 1828). Λόγιος γιατρός και στιχουργός. Γιος γιατρού, κεφαλλονίτικης καταγωγής, ο Π. σπούδασε στην Κοζάνη και σταδιοδρόμησε αρχικά ως οικοδιδάσκαλος στο Βουκουρέστι. Γύρω στα 1796 ανέβηκε στη Βιέννη κι αργότερα… … Dictionary of Greek